πυδαρίζω

πυδαρίζω
πῡδᾰρίζω ( [pref] πυδαλ- Suid.),
A dance the fling,

ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν App.Prov.4.25

: hence [full] ἀποπῡδᾰρίζειν μόθωνα kick up (i.e. dance) a μόθων, Ar.Eq.697: [full] διαπῡδᾰρίζει (-πονδ- cod.),= διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται, Com.Adesp.977. (Falsely expld. as [dialect] Aeol. for Ποδαρίζω (from πούς) or from Πυγαρίζω (from πυγή) by Irenaeus ap. EM696.2 = Sch.Ar.l.c.): hence [full] πῡδᾰρισμός, ,= δυσχέρεια, Zonar.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυδαρίζω — και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • πυδαρίζει — πυδαρίζω dance the fling pres ind mp 2nd sg πυδαρίζω dance the fling pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυδαρίζειν — πυδαρίζω dance the fling pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπυδαρίζει — διά πυδαρίζω dance the fling pres ind mp 2nd sg διά πυδαρίζω dance the fling pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυδαρισμός — ὁ, Α [πυδαρίζω] (κατά τον Ζωναρ.) «δυσχέρεια» …   Dictionary of Greek

  • ἀπεπυδάρισα — ἀπό πυδαρίζω dance the fling aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”